Κρατάτε μικρό, μα πολύ μικρό καλάθι από όσα γράφτηκαν και συνεχίζουν με μεγαλύτερη ένταση να γράφονται αυτές τις μέρες για τις βάσεις εισαγωγής, την κίνησή τους, την πτώση ή την άνοδό τους.Οι φετινές εκτιμήσεις για το «που θα πάνε οι βάσεις εισαγωγής» δεν έχουν καμιά, μα καμιά, γείωση με την πραγματικότητα, καθώς φέτος δεν υπάρχουν συγκριτικά στοιχεία σε σχέση με πέρσι (αναδιάρθρωση των επιστημονικών πεδίων, λιγότερα εξεταζόμενα μαθήματα, απουσία της προσμέτρησης των προφορικών σχολικών βαθμών κ.λπ.).
Αν μέχρι πέρσι πολλές εκτιμήσεις και αναλύσεις «πλησίαζαν» τα πραγματικά αποτελέσματα ήταν γιατί υπήρχαν μια σειρά από δεδομένα συγκρίσιμα με τα αντίστοιχα της προηγούμενης χρονιάς.

Φέτος, σε σχέση με πέρσι, τα δεδομένα είναι διαφορετικά και γι’ αυτό οι συχνοί πρωτοσέλιδοι τίτλοι για την κίνηση των βάσεων είναι ένα πουκάμισο αδειανό, μια αυταπάτη.
Τα αποτελέσματα οι ενδιαφερόμενοι θα τα μάθουν φέτος την Πέμπτη, σύμφωνα με ανεπίσημη δήλωση του υπουργού Παιδείας στην «Εφ. Συν.», και με αυτά τα αποτελέσματα θα αναμετρηθούν οι επιδόσεις του κάθε υποψήφιου ξεχωριστά.
Μέχρι τότε θεμιτή η αγωνία, αλλά επικίνδυνη η προσδοκία ή η απογοήτευση που πριμοδοτήθηκε από τις «εκτιμήσεις».
Οι δύο αλήθειες
Μόνο δυο εκτιμήσεις έχουν πραγματική βάση και τις αναφέρουμε.
Στο πεδίο με τις σχολές υγείας, τις ιατρικές, οδοντιατρικές, φαρμακευτικές κ.λπ. οι βάσεις θα έχουν άνοδο σε σχέση με το 2015.
Και αυτό γιατί οι αριστούχοι στο πεδίο αυτό είναι σημαντικά περισσότεροι από πέρσι σε βαθμό τέτοιο που κανένα από τα άλλα δεδομένα δεν μπορεί να φρενάρει την άνοδο. Ωστόσο στο «σκαρφάλωμά» τους δεν θα μπορέσουν να «αναμετρηθούν» με τις αντίστοιχες βάσεις των σχολών αυτών το 2014.
Η δεύτερη εκτίμηση αφορά το 4ο πεδίο, στο οποίο συνωστίζονται τα Παιδαγωγικά Τμήματα (Δάσκαλοι, Νηπιαγωγοί), όπου θα έχουμε, κυρίως στα περιφερειακά τμήματα, πρωτοφανή πτώση, η οποία δεν συνδέεται τόσο με τις επιδόσεις των υποψηφίων του πεδίου όσο κυρίως με τη θετική (για τους υποψήφιους) αντιστοιχία θέσεων εισακτέων και υποψηφίων.
Την κούρσα των υψηλόβαθμων σχολών θα την οδηγήσουν φέτος τα περιζήτητα και ήδη υψηλόβαθμα Ιατρικά και Πολυτεχνικά Τμήματα τα οποία «στρατολογούν», μαζί με τη Νομική Αθήνας, το μεγαλύτερο μέρος της αφρόκρεμας των αριστούχων, αφήνοντας μάλιστα και ένα σημαντικό τμήμα τους εκτός.
Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον ένας στους τρεις αριστούχους δεν θα καταφέρουν να εισαχθούν σε Ιατρική, Νομική ή Πολυτεχνική Σχολή πρώτης επιλογής τους, καθώς δεν θα «χωρέσουν».
Και φέτος θα έχουμε βάσεις από τη γη έως τον ουρανό. Από τα περισσότερα από τα 19.000 μόρια της Ιατρικής Αθήνας έως τα λιγότερο από 3.500 μόρια κάποιου ξεχασμένου τμήματος των ΤΕΙ. Χάσμα και άβυσσος!
Αμέσως μετά την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής, το υπουργείο Παιδείας, στην καθιερωμένη του ανακοίνωση, θα «συγχαρεί όλους τους επιτυχόντες στις φετινές πανελλαδικές εξετάσεις και θα τους ευχηθεί καλή σταδιοδρομία.
Εξίσου όμως δεν θα αμελήσει να απευθυνθεί σε όσους υποψήφιους δεν τα κατάφεραν αυτή τη χρονιά, τους οποίους θα καλέσει να μην αποθαρρυνθούν- γιατί το μέλλον είναι κάτι που σχεδιάζεται διαρκώς και δεν κρίνεται από μια στιγμή- ευχόμενο καλή επιτυχία σε όλους, είτε επιθυμήσουν να επαναλάβουν την προσπάθειά τους είτε όχι».
Εξι παρατηρήσεις για «το δέντρο και το δάσος» των βάσεων εισαγωγής
Για ακόμη μία φορά, το υπουργείο Παιδείας φαίνεται να κρατά «κρυμμένα» ορισμένα δεδομένα τα οποία μένουν συνήθως στο περιθώριο των δημόσιων συζητήσεων, αν και απασχολούν, από την επομένη κιόλας της εισόδου στα Πανεπιστήμια, δεκάδες χιλιάδες οικογένειες.

Η είσοδος στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν θα επιφέρει το χαμόγελο σε αρκετές οικογένειες που τα ονόματα των παιδιών τους θα βρεθούν στον κατάλογο των επιτυχόντων.
Και αυτό γιατί υπάρχουν δύο έντονοι προβληματισμοί που γκριζάρουν το τοπίο της επιτυχίας.
Το πρώτο πρόβλημα θα το έχουν περίπου 15-18.000 επιτυχόντες που θα επιτύχουν την εισαγωγή τους εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας και γνωρίζουν ότι με την εξαφάνιση της κρατικής φοιτητικής μέριμνας θα χρειαστούν περίπου ένα μισθό τον μήνα για να επιβιώσουν στη «δημόσια και δωρεάν ανώτατη εκπαίδευση» της χώρας μας.
Το δεύτερο πρόβλημα αφορά την πορεία των σπουδών του νέου φοιτητή σε ένα Πανεπιστήμιο το οποίο η κυρίαρχη εκπαιδευτική και οικονομική πολιτική το έχει κάνει να μοιάζει με μεθυσμένο καράβι σε φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Χέρι χέρι με την υποχρηματοδότηση, που έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο, βαδίζουν η έλλειψη διοικητικού και εκπαιδευτικού προσωπικού και τα γνωστικά αντικείμενα που σπρώχνονται να φτιασιδώνονται σύμφωνα με τις ορέξεις της αγοράς.

Στο πλαίσιο αυτό είναι φανερό ότι το ακριβοπληρωμένο στον βωμό της παραπαιδείας «εισιτήριο» εισαγωγής στα ΑΕΙ και η επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού δεν τελειώνει με την είσοδο των υποψηφίων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Και αν οι τρεις στους τέσσερις υποψήφιους έχουν ξοδέψει στην πορεία για τη διεκδίκηση μιας θέσης από 5.000 έως και 20.000 ευρώ, τα έξοδα συνεχίζονται καθώς είμαστε τελευταίοι στις δημόσιες δαπάνες για φοιτητική μέριμνα-ενίσχυση των φοιτητών

Την ίδια ώρα το «φαινόμενο» της εγκατάλειψης των σπουδών αποκτά δραματικές διαστάσεις, εάν εξετάσει κανείς στον χρονικό ορίζοντα των τελευταίων χρόνων τη σχέση του αριθμού εισακτέων με τον αριθμό αποφοιτησάντων.
Για παράδειγμα από τους περίπου 90.000 εισακτέους την περίοδο 2008/09–2009/10 στα ΤΕΙ, αποφοίτησαν μετά τέσσερα χρόνια (από το 2011/12-2012/13) λιγότεροι από 33.000.
Τι σημαίνει αυτό; Οτι σε κάθε τρεις εισακτέους στα ΤΕΙ αποφοιτά μόνο ο ένας!

Από όσους Ελληνες πτυχιούχους μετανάστευσαν στο εξωτερικό τα τελευταία 25 χρόνια, οι τρεις στους τέσσερις έφυγαν την τελευταία εξαετία.
Το μέγεθος της απώλειας, του πλήγματος για την Ελλάδα, καταδεικνύεται και από ακόμη ένα στοιχείο: οι περισσότεροι μεταναστεύουν με πρόθεση να εγκατασταθούν μόνιμα στο εξωτερικό αναζητώντας εκεί δουλειά.
Ανάμεσά τους δεκάδες χιλιάδες πτυχιούχοι από τις πιο «βαριές» σχολές του ελληνικού Πανεπιστημίου (μηχανικοί, γιατροί κ.λπ.).
Σε πρόσφατη έρευνα σε 780 φοιτητές των ελληνικών Πανεπιστημίων αποδεικνύεται ότι ένας στους τρεις φοιτητές σκέφτεται να μεταναστεύσει όταν πάρει το πτυχίο του για εξεύρεση εργασίας σε άλλη χώρα.

Η ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής, όλη η κουβέντα για επιτυχόντες και μη, εξαφανίζει εντέχνως από το εκπαιδευτικό τοπίο όλους εκείνους που δεν είχαν και δεν έχουν τη δυνατότητα να είναι ούτε καν υποψήφιοι για μια ανώτατη σχολή.
Αναφερόμαστε στα χιλιάδες παιδιά που κάθε χρόνο, πριν καν ολοκληρώσουν την υποχρεωτική εκπαίδευση, πετιούνται στην έρημο της αμορφωσιάς, της φτώχειας και συνήθως και του κοινωνικού αποκλεισμού.

Τελευταίο και ξεχασμένο. Είτε πέφτουν είτε ανεβαίνουν οι βάσεις, είτε καταγράφονται χαμηλές είτε καταγράφονται υψηλές επιδόσεις, το πραγματικό πρόβλημα αναδύεται πλέον καθαρά: οι μαθητές μας, σ’ ένα σημαντικό ποσοστό, αδυνατούν να κατανοήσουν το νόημα των κειμένων που διαβάζουν και βεβαίως αδυνατούν να διατυπώσουν τις απόψεις τους.
Επιμέλεια: Χρήστος Κάτσικας